ὀξυρρόπως

ὀξυρρόπως
ὀξύρροπος
turning quickly
adverbial
ὀξύρροπος
turning quickly
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οξύρροπος — ὀξύρροπος, ον (Α) 1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές 2. μτφ. αιφνίδιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον η ορμητικότητα, η σφοδρότητα 4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή …   Dictionary of Greek

  • ԱՉԱՂԱՄՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0266 Chronological Sequence: 5c գ. Բառ անյայտ. զոր իմա՛ կամ ընթերցի՛ր ըստ յն. Աջողամիտութիւն. կամ արագարագ շրջումն, յեղյեղումն. ὁξυρρόπως celeriter vel acriter huc illuc inclinando *Մարդկան իրք ամենայն երբեմն պատերազմին, եւ երբեմն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”